συμπεφυρμένον

συμπεφυρμένον
συμφύρω
knead together
perf part mp masc acc sg
συμφύρω
knead together
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαστίλβω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ 2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • συμφύρω — ΝΜΑ 1. αναμιγνύω άτακτα, ζυμώνω μαζί, ανακατώνω (α. «ψυχὴ συμπεφυρμένη μετὰ κακοῡ», Πλάτ. β. «αἷμα δ ἐξ ἄκρου ἔσταξε κρατὸς συμπεφυρμένον πυρί», Ευρ.) 2. μτφ. (με κακή σημ.) συγχρωτίζομαι, συναγελάζομαι μσν. συνευρίσκομαι ερωτικά («Οἰδίπους τῇ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”